Κουάκερος

Κουάκερος
ο
στον πληθ. οι Κουάκεροι
άλλη ονομασία τών μελών τής «Εταιρείας τών Φίλων» ή «Εκκλησίας τών Φίλων», χριστιανικής ομάδας που εμφανίστηκε κατά τα μέσα τού 17ου αιωνα στην Αγγλία και στις αποικίες της και ιδίως στην Αμερική και η οποία κήρυττε ότι η κατανόηση τού θεού είναι εσωτερική και άμεση από κάθε άτομο, χωρίς δόγματα ή κλήρο ή άλλες εκκλησιαστικές μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Quaker < αγγλ. to quake «τρέμω» (επειδή οι Κουάκεροι αρχίζουν να τρέμουν όταν, όπως πιστεύουν, δέχονται την επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουάκερος — ο (λ. αγγλ.), οπαδός αίρεσης της προτεσταντικής Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”