- Κουάκερος
- οστον πληθ. οι Κουάκεροιάλλη ονομασία τών μελών τής «Εταιρείας τών Φίλων» ή «Εκκλησίας τών Φίλων», χριστιανικής ομάδας που εμφανίστηκε κατά τα μέσα τού 17ου αιωνα στην Αγγλία και στις αποικίες της και ιδίως στην Αμερική και η οποία κήρυττε ότι η κατανόηση τού θεού είναι εσωτερική και άμεση από κάθε άτομο, χωρίς δόγματα ή κλήρο ή άλλες εκκλησιαστικές μορφές.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Quaker < αγγλ. to quake «τρέμω» (επειδή οι Κουάκεροι αρχίζουν να τρέμουν όταν, όπως πιστεύουν, δέχονται την επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος)].
Dictionary of Greek. 2013.